- κείατο
- κείαται, κείατο: see κεῖμαι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κείατο — καίω kindle aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
κείατ' — κείατε , καίω kindle aor imperat act 2nd pl κείατο , καίω kindle aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) κείατε , καίω kindle aor ind act 2nd pl (homeric ionic) κείαται , κεῖμαι Aër. pres ind mp 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)